-
1 θηραμα
ион. θήρημα - ατος τό1) погоня, охота(φοβερὸν θ. φυγεῖν Eur.)
2) охотничья добыча, улов(πλησθέντα θηράμασι δίκτυα Anth.)
3) добыча, трофеи(θ. βαρβάρου πλάτας, sc. Ἑλλανίδες κόραι Eur.; διωκόμενον ἐκ μακροῦ θ. Plut.)
4) предмет желаний, цель(παιδός Eur.; ἀρετά, θ. κάλλιστον βίῳ Arst. ap. Diog.L.)